- περιέχω
- ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Απεριλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.)νεοελλ.1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το περιεχόμενοα) οτιδήποτε περιλαμβάνεται μέσα σε κάτι άλλο («το περιεχόμενο τού δέματος ήταν πλούσιο»)β) i) το σύνολο τών ιδεών και αντιλήψεων που περιλαμβάνει ένα πνευματικό έργο, μια μελέτη, μια θεωρία («το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι φτωχό ως προς το παιδαγωγικό του περιεχόμενο»)ii) στον πληθ. το σύνολο τής ύλης ενός βιβλίου ή άλλου εντύπου («πίνακας περιεχομένων»)2. φρ. «μεστός περιεχομένου» ή «κενός περιεχομένου»(κυρίως για λόγο, φράση, λέξη) γεμάτος ουσία, πλούσιος σε ιδέες και χαρίσματα ή χωρίς ουσία, χωρίς ζουμίαρχ.1. περιβάλλω για να προφυλάξω, προστατεύω («αὐτὸς δὲ διεσώθη τῶν οἰκείων περιεχόντων», Πλούτ.)2. αγκαλιάζω («καὶ τῶν άλλων περιεχόντων καί δεομένων», Πλούτ.)3. περικυκλώνω εχθρούς ή αντιπάλους («περιέσχον οἱ Μαντινῆς πολὺ τῷ κέρᾳ τῶν Σκιριτῶν», Θουκ.)4. υπερτερώ, έχω πλεονέκτημα έναντι άλλου («καὶ ἐς τὴν γῆν ἐξέβησαν, τῷ ἔργω πολὺ περιεχόντες», Θουκ.)5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περιέχονα) ο αέρας, η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη Γη («κεραυνῶν ἐκ τοῡ περιέχοντος πεσόντων», Διόδ.)β) ο ουρανός («τὸ περιέχον ἡμᾱς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῡμεν οὐρανόν», Στράβ.)γ) το στοιχείο που περιβάλλει όλο τον κόσμο («τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον», Αριστοτ.)δ) (στην αριστοτ. λογ.) το γενικό, σε αντιδιαστολή προς το περιεχόμενο, δηλαδή προς το ειδικόε) το γενικό όνομα, ο γενικός όρος («καλοῡσι δ' αυτούς... πλάτακας ἀπὸ τοῡ περιέχοντος», Αθήν.)6. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ περιέχωνο αέρας7. μέσ. περιέχομαια) κρατιέμαι σφιχτά («γούνων περιεχομένη», Απολλ. Ρόδ.)β) αφοσιώνομαι σε κάποιον («Περίανδρος περιεχόμενος τοῡ νεηνίεω», Ηρόδ.)γ) επιδιώκω κάτι, κατατείνω σε κάτι («οὐ ταὐτὰ ἀσκέοντες τὠυτοῡ περιεχόμεθα», Ηρόδ.)δ) (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περιεχόμενον(αριστοτ. λογ.) το ειδικό, σε αντιδιαστολή προς το περιέχον, δηλαδή προς το γενικό8. φρ. «ονόματα περιέχοντα» — οι καθολικές έννοιες, οι γενικοί όροι.
Dictionary of Greek. 2013.